κλάμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… … Dictionary of Greek
κλάμα — το, ατος θρήνος, κλάψιμο: Με το κλάμα σου κατάφερες να τον συγκινήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάματα — κλάμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάψα — η [κλαίω] 1. κλάμα, κλάψιμο, θρήνος 2. παράπονο που συνοδεύεται από κλάμα 3. σύσταση, προτροπή που γίνεται με κλάψιμο 4. συν. στον πληθ. οι κλάψες συνεχή παράπονα, μεμψιμοιρίες 2. φρ. «η κλάψα τού μικρού παιδιού είναι τ άρματά του» με το κλάμα το … Dictionary of Greek
αχεροντία — (acherontia). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των σφιγγιδών. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική, τη Μαδαγασκάρη και στα νησιά των Αζόρων. Το τέλειο έντομο έχει άνοιγμα πτερύγων 10 12 εκ., ενώ το μήκος της προνύμφης μπορεί να φτάσει … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
άγγρη — η (Μ ἀγγρίς) νεοελλ. 1. λύπη που προκαλείται από ανεκπλήρωτη επιθυμία 2. συνεχές και άτονο κλάμα μικρού παιδιού, γκρίνια 3. φιλονικία, καβγάς μσν. οδύνη, πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ἀγγρίζω] … Dictionary of Greek
ανάκλαυσις — ἀνάκλαυσις ( εως), η (Α) [ἀνακλαίω] κλάμα, οδυρμός, θρήνος … Dictionary of Greek
αντίμολπος — ἀντίμολπος, ον (Α) [μολπή] 1. αυτός που ηχεί διαφορετικά 2. φρ. «ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς κωκυτόν» ξέσπασε σε θρήνο αντί σε χαρούμενο κλάμα «ὕπνου τόδ ἀντίμολπον... ἄκος» τραγούδι που διώχνει τη νύστα … Dictionary of Greek
αποδακρύω — ἀποδακρύω (Α) κ. ἀποδακρύζω (Μ) 1. κλαίω, χύνω δάκρυα για κάτι 2. (για δέντρα) στάζω κόμμι ή χυμό αρχ. σταματώ το κλάμα … Dictionary of Greek